άνθεμα

άνθεμα
Αρχαίο ελληνικό τραγούδι που έλεγαν οι ιδιώτες (πολίτες δίχως επάγγελμα). Το τραγουδούσαν με συνοδεία φλογέρας και συγχρόνως χόρευαν έξαλλα. Toά. ήταν ανάλογο με τα λαϊκά παραδοσιακά τραγούδια που έλεγαντα μέλη των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων την ώρα της δουλειάς ή στα πανηγύρια. Για παράδειγμα, αυτοί που αντλούσαν νερό από τα πηγάδια τραγουδούσαν τον ιμαίο, οι υφαντές τον έλινο, οι θεριστές τον λιτυέρση, οι μυλωνάδες τα επιμύλια άσματα κλπ. Το έθιμο αυτό υπάρχει σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και διατηρείται ακόμη σε πολλούς λαούς έως τις μέρες μας.
* * *
ἄνθεμα, το (Α)
1. ανάθεμα*, αφιέρωμα
2. είδος χορού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄνθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg ἄνθεμον flowers neut nom/voc/acc pl ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεμ' — ἄνθεμα , ἄνθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg ἄνθεμα , ἄνθεμον flowers neut nom/voc/acc pl ἄνθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Анфема —    • Άνθεμα          (антема) крестьянская пляска, о которой в частности говорит Афиней ( Пирующие софисты , стр. 449 470), которую мимировали (μιμούμενοι), припевая: Где же розы, где фиалки, где красавица петрушка? Вон где розы, где фиалки, где… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀνθέματος — ἄνθεμα anything dedicated neut gen sg ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАРОДНАЯ ПЕСНЬ —    • Populi versus.          У греков H. песнь имела второстепенное значение частью потому, что художественная поэзия у них была народная, частью же потому, что поэтические элементы в народе вследствие художественного таланта греков легко… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθεμωτός — ἀνθεμωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με άνθεμα …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”